- ἀνδρογύναιος
- -ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Prv 19,15like an effeminate man; neol.Cf. WALTERS 1973, 122
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ανδρογύναιος — ἀνδρογύναιος, ον (Μ) 1. ο παρά φύση συνουσιαζόμενος 2. (για ψυχή) ανδρός μαζί και γυναικός … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek